- καλομεταχείριση
- ηκαλή μεταχείριση, καλή συμπεριφορά: Όταν οιυπάλληλοι έχουν καλομεταχείριση εργάζονται περισσότερο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλομεταχείριση — η [καλομεταχειρίζομαι] 1. καλή ευνοϊκή, προσηνής συμπεριφορά 2. (για πράγματα) προσεκτική χρήση, επιμελημένη μεταχείριση … Dictionary of Greek
καλομεταχείρισμα — το [καλομεταχειρίζομαι] καλομεταχείριση* … Dictionary of Greek
καλόπιασμα — το [καλοπιάνω] 1. περιποιητική συμπεριφορά, γλυκομίλημα, καλομεταχείριση, θωπεία 2. η προσπάθεια εξιλεώσεως, εξευμενισμού με θωπευτικά, παρηγορητικά λόγια … Dictionary of Greek
καλομεταχείρισμα — το καλομεταχείριση: Αυτός δεν ξέρει τι θα πει καλομεταχείρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλόπιασμα — το καλομεταχείριση, περιποιητική συμπεριφορά: Μ αυτά του τα καλοπιάσματα νομίζει πως θα τη ρίξει την πεθερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)